Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπ' ἀγροῦ

См. также в других словарях:

  • ἀγροῦ — ἀ̱γροῦ , ἀγρέω take imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀγρέω take pres imperat mp 2nd sg (attic) ἀγρέω take imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀγρός field masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλου Αγρού, μονή — Μοναστήρι της Κύπρου στην πρώην επαρχία Κιτίου. Ιδρύθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα, στην περιοχή που τουρκικά ονομάζεται Κιουρσουμλή και είναι ανεξακρίβωτο μέχρι πότε διατηρήθηκε. Σύμφωνα με μία εκδοχή, τον Δεκέμβριο του 1232 κατέφυγε εκεί ο… …   Dictionary of Greek

  • βάσταγας — ο (Μ βάστας, ακος και βάστακας) [βαστάζω] αυλάκι που χρησιμεύει για το χώρισμα αγρών, όριο αγρού νεοελλ. 1. αντηρίδα, πρόχωμα αγρού σε κατηφοριά για να συγκρατεί το χώμα 2. άκρη του χωραφιού που δεν μπορεί να οργωθεί με αλέτρι αλλά μόνο με κασμά …   Dictionary of Greek

  • βασταγός — και βασταός και βαστάος, ο 1. ο γάιδαρος 2. τοίχος που συγκρατεί το χώμα επικλινούς αγρού 3. όριο αγρού 4. πληθ. οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασταγός < (ρ) βαστάζω (πρβλ. αρμεγός < αρμέγω, φευγός < φεύγω κ.ά.). Ο τονισμός πιθ. κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • μπατίκι — το 1. ενοίκιο αγρού, χρήματα που δίνει κάποιος σε ιδιοκτήτη αγρού για να τόν καλλιεργεί για δικό του όφελος 2. στον πληθ. τα μπατίκια α) χρήματα που καταβάλλουν οι ιερείς στους επισκόπους για τον διορισμό τους σε ενορία β) μικρή οικογενειακή… …   Dictionary of Greek

  • σποριά — η, Ν [σπόρος] 1. τμήμα αγρού χωρισμένο με αυλάκι 2. τμήμα αγρού που σπέρνει ο γεωργός σε μια διαδρομή …   Dictionary of Greek

  • ATHOS — mons Macedoniae, nunc in tractu Iamboli dicto, instar peninsulae in mare Aegaeum excurrens, inter sinus Strymonicum, et Singiticum, cuius umbra in Lemnum insul. inde in ortum 87. mill. pass. distantem usque pertingit. Plin. 1. 4. c. 10. et 12.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAUPERES — τὴν πόλιν καταιχύνουσι, civitatem dehonestant, Isocrates Areopag. unde apud Israelitas noluit Deus egentem esse ullum, Per te non debet esse egens, cum omnino benedicturus sit tibi Iehova in illa terra, quam etc. Deuter. c. 15. v. 4. Quare et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SPECUS seu SPELUNCA — terrae recessus cavitasque rupium ac montium est, in qua non feris solum sua receptacula, sed et integris hominum coetibus sua sunt aliquibus in regionibus (uti primitus olim) habitacula. Unde integras Civitates subterraneas Geographi habent,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»